Κάνθαροι

Κάνθαροι
Κάνθαρος
dung-beetle
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάνθαροι — κάνθαρος dung beetle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Αταλάντης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Αταλάντης στεγάζεται στο παλαιό γυμνάσιο της πόλης, που παραχωρήθηκε από το δήμο. Τα εκθέματα του μουσείου προέρχονται από την περιοχή της αρχαίας Λοκρίδας και το βορειοδυτικό τμήμα της αρχαίας Φθιώτιδας και καλύπτουν… …   Dictionary of Greek

  • ROTUNDA Figura — uti omnium reliquarum capacissima, ita et perfectissima est: proin aliae eo capaciores, quod ad rotundam propius accedunt. Hinc facile apparet, cur caelum caelestiaque corpora; item elementa et mixta, uti plantae ac animalium membra, testae etiam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καλάνδρα — (Calandra). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Είναι μικρά, μαύρα ή γαλαζόμαυρα σκαθάρια (κάνθαροι) με μακρύ σώμα και ρύγχος που μοιάζει με προβοσκιδοειδή απόφυση. Τα σημαντικότερα είδη είναι η κ. που προσβάλλει το… …   Dictionary of Greek

  • νέαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Φιλοτέχνησε κυρίως αττικά μελανόμορφα αγγεία, ενώ από το έργο του έχουν σωθεί πέντε ενυπόγραφα αγγεία. Δύο θραυσμένοι κάνθαροι από την Ακρόπολη των Αθηνών (σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • υπηνέμιος — και δωρ. τ. ὑπανέμιος, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τον άνεμο, που φέρεται από τον άνεμο («κάνθαροι ὑπανέμιοι φορέονται», Θεόκρ.) 2. αυτός που παρασύρεται από τον άνεμο ή διασκορπίζεται σαν τον άνεμο («τὸν δὲ πλοῡτον ἐκεῑνον ὑπηνέμιον… …   Dictionary of Greek

  • Αμαθούς — Αρχαία πόλη της Κύπρου, στα ανατολικά της Λεμεσού, κοντά στις εκβολές του ποταμού Τετία, του σημερινού ποταμού της Γερμασόγειας. Σχετικά με τους πρώτους κατοίκους της δεν είναι εξακριβωμένο αν ήταν αυτόχθονες ή Έλληνες, γιατί οι διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ερυθρόμορφα αγγεία — Ο σημαντικότερος τύπος γραπτών αγγείων της κλασικής περιόδου. Εμφανίζονται μετά το 530 π.Χ., αντικαθιστώντας σταδιακά τον μέχρι τότε κυρίαρχο τύπο των μελανόμορφων αγγείων (ο οποίος επιβιώνει σε μεταγενέστερες εξαιρέσεις, όπως οι Παναθηναϊκοί… …   Dictionary of Greek

  • ετερομορφία ή ετερομορφισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονται με δύο (διμορφισμός) ή και με περισσότερες μορφές (πολυμορφισμός) άτομα που ανήκουν σε ένα ζωικό είδος. Γενικά, υπάρχουν πολλά είδη διμορφισμού που οφείλονται σε πολλές αιτίες· όπως για παράδειγμα ο φυλετικός …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ήλιδας (Ηλείας) — Η Αρχαιολογική Συλλογή της Ήλιδας ιδρύθηκε το 1981. Περιλαμβάνει τα ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας πόλης της Ήλιδας και καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από την πρωτοελλαδική έως και τη ρωμαϊκή εποχή. Η Ήλιδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”